- προσελθόντι
- προσέρχομαιcomeaor part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… … Dictionary of Greek
προσελθόνθ' — προσελθόντα , προσέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc pl προσελθόντα , προσέρχομαι come aor part act masc acc sg προσελθόντι , προσέρχομαι come aor part act masc/neut dat sg προσελθόντε , προσέρχομαι come aor part act masc/neut nom/voc/acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσελθόντ' — προσελθόντα , προσέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc pl προσελθόντα , προσέρχομαι come aor part act masc acc sg προσελθόντι , προσέρχομαι come aor part act masc/neut dat sg προσελθόντε , προσέρχομαι come aor part act masc/neut nom/voc/acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)